- τευτλόρριζον
- τευτλόρριζον, τό,A beetroot, Gp.12.1.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τευτλόρριζον — beetroot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τευτλόρριζον — τό, Μ το κοκκινογούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦτλον + ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. σαρκό ρριζος] … Dictionary of Greek